- εγκαθήλωμα
- το1. το να κρατάει κανείς κάποιον ή κάτι εντελώς ακίνητο2. (κτην.) ο τραυματισμός τού αλόγου κατά το πετάλωμα από στράβωμα καρφιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εγκαθήλωση — η το εγκαθήλωμα … Dictionary of Greek
καρφόπιασμα — το [καρφοπιάνω] 1. το κάρφωμα 2. το εγκαθήλωμα* … Dictionary of Greek